- παιγνίδισμα
- τοβλ. παιχνίδισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παιχνίδισμα — και παιγνίδισμα, το [παιχνιδίζω] 1. εύθυμο παίξιμο, κίνηση ή έκφραση παιχνιδιάρικη («τα φιλάκια ασώτευες / τα παιχνιδίσματά σου», Παλαμ.) 2. μτφ. γοργή ή ρυθμική κίνηση («το παιχνίδισμα τού κύματος») … Dictionary of Greek
Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… … Dictionary of Greek